- ασολοίκιστος
- ἀσολοίκιστος, -ον (Μ) [σολοικίζω]ο χωρίς σολοικισμούς, χωρίς λάθη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀσολοικίστως — ἀσολοίκιστος adverbial ἀσολοίκιστος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσολοίκιστον — ἀσολοίκιστος masc/fem acc sg ἀσολοίκιστος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσολοίκιστα — ἀσολοίκιστος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)